- βαρυγγωμίζω
- 1. μετ.1) вызывать огорчение, уныние; 2) вызывать негодование, возмущение; 2. αμετ. см. βαρυγγωμώ
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αβαρυγγώμιστος — και αβαργώμιστος, η, ο 1. αυτός που δεν βαρυγγωμά, δεν βαρυθυμεί, δεν δυσθυμεί 2. αυτός που δεν πέρασε στη ζωή του λύπες. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερητ. + βαρυγγωμίζω, βλ. βαρυγγωμώ. Ο τ. αβαργώμιστος < αβαρυγγώμιστος, με συγκοπή τού υ] … Dictionary of Greek
βαρυγγωμώ — ( άω) και βαργωμάω και βαρυγγωμίζω και βαρυγνωμάω 1. είμαι βαρύθυμος, δυσανασχετώ 2. είμαι δυσαρεστημένος ή οργισμένος εναντίον κάποιου που με αδίκησε (συνήθως πεθαμένου) 3. καταριέμαι 4. (για άρρωστο) χειροτερεύω 5. (η μτχ. παθ. παρακμ.)… … Dictionary of Greek